- ραθυμία
- η / ῥαθυμία, ΝΜΑ, και ραθυμία Ν, και ῥαθυμία Α [ράθυμος]η ιδιότητα ή η κατάσταση τού ράθυμου, απροθυμία για εργασία, οκνηρία, νωθρότητα, αμέλειανεοελλ.1. κακή διάθεση, στενοχώρια, θλίψη2. (στον τ. ραθυμιά) σφοδρή επιθυμία, αραθυμιάαρχ.1. η έλλειψη σοβαρότητας, επιπολαιότητα2. ευθυμία, τέρψη, διασκέδαση3. απερισκεψία («ῥαθυμία... τοῡ λόγου», Πλάτ.).
Dictionary of Greek. 2013.